φωτοχρωμία

φωτοχρωμία
η цветная фотография

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φωτοχρωμία" в других словарях:

  • φωτοχρωμία — η, Ν η φωτογραφία τών χρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. photochromy < φωτ(ο) * + χρώμα] …   Dictionary of Greek

  • φωτοχρωμία — η η φωτογραφία των χρωμάτων, η ηλιοχρωμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»